- Αἰγιαλοί
- Αἰγιαλόςsea-shoremasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰγιαλοί — αἰγιαλός sea shore masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
ψηφιδοπαγής — ές, Ν φρ. «ψηφιδοπαγείς αιγιαλοί» γεωλ. θαλάσσια ιζήματα, οι κόκκοι τών οποίων έχουν συγκολληθεί στο επίπεδο τής πλήμμης σχηματίζοντας πλάκες πάχους μερικών εκατοστομέτρων, αλλ. παραλιακοί ψαμμίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + παγής (θ. παγ τού… … Dictionary of Greek